- σολοιτύπος
- σολοιτύποςhammering a mass of ironmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σολοιτύπος — ον, Α 1. αυτός που σφυρηλατεί όγκο από σίδηρο 2. αυτός που σφυρηλατήθηκε στους Σόλους τής Κύπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ., με β συνθετικό το τύπος (< τύπτω «χτυπώ») και α συνθετικό, κατά την πιθανότερη άποψη, με βάση το δεύτερο ερμήνευμα το… … Dictionary of Greek